- ημικυρίαρχος
- η , ο [ος , ον ] неполновластный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημικυρίαρχος — η, ο (για κράτη και ηγεμόνες) αυτός που είναι εν μέρει μόνο κυρίαρχος … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημικυριαρχία — η [ημικυρίαρχος] το γνώρισμα ή η ιδιότητα τού ημικυριάρχου … Dictionary of Greek
ημικυριαρχικός — ή, ό [ημικυρίαρχος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ημικυριαρχία ή στον ημικυρίαρχο … Dictionary of Greek